Τηλέφωνο: +30 26510 25324 | Φαξ: +30 26510 32907 | Email: info@isioanninon.gr
Γ. Παπανδρέου 2 Κτίριο Β, ΤΚ 45 444, Ιωάννινα
Ώρες Λειτουργίας
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΔΕΥΤΕΡΑ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 09:00 - 15:00 ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΗ 18:00-20:00
ΩΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ 10:00-14:00 ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΗ 18:00-20:00
ΩΡΕΣ ΓΙΑ ΘΕΩΡΗΣΗ ΓΝΗΣΙΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 10:00-12:00

Ενημέρωση Σε Μια Σελίδα - Ελληνική Εταιρεία Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου

06 Φεβρουαρίου 2024

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β' Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 
 

Η λιποπρωτεΐνη (α) έχει εξαπλάσια αθηρογόνο δράση συγκριτικά με την LDL-χολ

Η λιποπρωτεΐνη (α) [Lp(a)] αποτελεί έναν αναγνωρισμένο αιτιολογικό παράγοντα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), αλλά η αθηρογόνος της δράση συγκριτικά με την LDL-χολ δεν έχει καθορισθεί. Στην γενομική αυτή ανάλυση αξιολογήθηκε η αθηρογονικότητα της Lp(a) έναντι της LDL-χολ ανά μόριο, δεδομένου ότι και οι δύο περιέχουν από μια απολιποπρωτεΐνη Β (apoB). Από τον πληθυσμό της UK Biobank αναγνωρίστηκαν πολυμορφισμοί ενός νουκλεοτιδίου σχετικοί με τις συγκεντρώσεις της Lp(a) και της LDL-χολ και εκτιμήθηκε ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Βρέθηκε ότι για κάθε αύξηση της Lp(a)-apoB κατά 50 nmol/L ο κίνδυνος ΣΝ αύξανε κατά 28% ενώ για αντίστοιχη αύξηση της LDL-apoB ο κίνδυνος αύξανε κατά 4%. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος για κάθε αύξηση της Lp(a) είναι περίπου εξαπλάσιος από τον κίνδυνο για αντίστοιχη αύξηση της LDL-χολ και προτείνουν τη στοχοποίηση της Lp(a) με φαρμακευτικές παρεμβάσεις σε άτομα αυξημένου κινδύνου.

(Björnson E, Adiels M, Taskinen MR, et al. J Am Coll Cardiol. 2024;83:385-395)

  

Σχετίζονται τα επίπεδα της non-HDL-χολ και της LDL-χολ κατά την παιδική ηλικία με την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων στην ενήλικο ζωή?

Στην παρούσα προοπτική μελέτη κοορτής εξετάσθηκε η συσχέτιση των επιπέδων της non-HDL-χολ και της LDL-χολ στην παιδική ηλικία με την πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων στην ενήλικο ζωή. Αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 21.126 συμμετέχοντες με καταγραφή των θανατηφόρων και μη-θανατηφόρων καρδιαγγειακών επεισοδίων σε διάστημα 35 ετών. Βρέθηκε ότι τα επίπεδα της non-HDL-χολ και της LDL-χολ στην παιδική ηλικία σχετίζονταν με το μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο, αλλά η non-HDL-χολ εμφάνιζε καλύτερη διακριτική ικανότητα. Άτομα με φυσιολογικά επίπεδα LDL-χολ αλλά με αυξημένη non-HDL-χολ εμφάνιζαν αύξηση του κινδύνου κατά 94% συγκριτικά με άτομα με φυσιολογικά επίπεδα non-HDL-χολ και LDL-χολ. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι αυξημένες τιμές LDL-χολ και non-HDL-χολ στην παιδική ηλικία συνδέονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο στη μέση ηλικία και ότι η προγνωστική αξία της non-HDL-χολ είναι ανώτερη, ακόμη και σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα LDL-χολ.

(Wu F, Juonala M, Jacobs DR Jr, et al. Circulation. 2024;149:217-226)

 
 

Υπάρχει διαφορά στην αποτελεσματικότητα και στην ασφάλεια ανάμεσα στην εντεροδιαλυτή και στην κλασική μορφή της ασπιρίνης?

Η συνταγογράφηση της εντεροδιαλυτής μορφής ασπιρίνης είναι συχνή σε πάσχοντες από στεφανιαία νόσο (ΣΝ) με στόχο τη μείωση του κινδύνου γαστρεντερικής αιμορραγίας, αν και μελέτες έχουν δείξει μειωμένη αντιαιμοπεταλιακή δράση έναντι της μη εντεροδιαλυτής (κλασικής) μορφής της ασπιρίνης. Η παρούσα μελέτη αποτελεί δευτερογενή ανάλυση δεδομένων από τη μελέτη ADAPTABLE, στην οποία 15.076 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε 325 mg ή 81 mg ασπιρίνης ημερησίως. Στην παρούσα ανάλυση 10.678 συμμετέχοντες ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με τη μορφή του σκευάσματος ασπιρίνης που δήλωσαν ότι ελάμβαναν και αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα (καρδιαγγειακά επεισόδια) και η ασφάλεια (μείζον αιμορραγία) σε παρακολούθηση περίπου 26 μηνών. Δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην εντεροδιαλυτή και στην κλασική μορφή της ασπιρίνης όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα ή στην ασφάλεια στα δύο δοσολογικά σχήματα. Σε αυτήν την post hoc ανάλυση οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η χορήγηση της εντεροδιαλυτής ασπιρίνης σε ασθενείς με ΣΝ δε σχετίζεται με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά ούτε και με μείωση του αιμορραγικού κινδύνου, έναντι της κλασικής μορφής ασπιρίνης.

(Sleem A, Effron MB, Stebbins A, et al. JAMA Cardiol.  2023;8:1061-1069)

 

Υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και την εμφάνιση ισχαιμίας σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο?

Η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει συσχετισθεί με τη στεφανιαία νόσο (ΣΝ), αλλά δεν έχει βρεθεί σχέση με την ισχαιμία που προκαλείται από την αθηρωματική πλάκα. Στην παρούσα μελέτη μετρήθηκε η κλασματική εφεδρεία ροής με αξονική τομογραφία (CT-FFR) σε 2.017 ασθενείς μέσης ηλικίας 60 ετών με ΣΝ και σχετίσθηκε με την ατμοσφαιρική έκθεση σε όζον (Ο3), σε διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) και σε μικροσωματίδια (PM2.5). Η μέση τιμή της CT-FFR στους συμμετέχοντες ήταν 76,9%, με τιμές <75% να σχετίζονται με παρουσία κλινικά σημαντικής ισχαιμίας. Αυξημένα επίπεδα Ο3 σχετίστηκαν με χαμηλότερη τιμή CT-FFR κατά 74% και αυξημένα ποσοστά μυοκαρδιακής ισχαιμίας ακόμη και μετά από ομαλοποίηση για συγχυτικούς παράγοντες. Δεν διαπιστώθηκε αντίστοιχη συσχέτιση για τα επίπεδα ΝΟ2 και PM2.5. Συμπερασματικά, η αυξημένη ατμοσφαιρική έκθεση ασθενών με ΣΝ σε όζον (Ο3) σχετίζεται με χαμηλότερες τιμές CT-FFR που υποδηλώνουν αυξημένο κίνδυνο ισχαιμίας του μυοκαρδίου.

(Xu M, Hou Z, Koyratty N, et al. Atherosclerosis. 2024;388:117422)

 
   
         
 

Ποιά η αξία των λιπιδαιμικών παραμέτρων και των δεικτών φλεγμονής στην πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με δυσανεξία στη στατίνη?

Σε ασθενείς υπό αγωγή με στατίνη ο υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος εκτιμάται με τα επίπεδα της LDL-χολ και ο υπολειπόμενος φλεγμονώδης κίνδυνος με τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας CRP (hs CRP). Στη μελέτη CLEAR-Outcomes 13.970 ασθενείς με δυσανεξία σε στατίνη που τυχαιοποιήθηκαν σε χορήγηση μπεμπεδοϊκού οξέος ή σε εικονικό φάρμακο με πρωταρχικό τελικό σημείο την εμφάνιση εμφράγματος μυοκαρδίου, ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, επέμβασης επαναιμάτωσης στεφανιαίων ή θανάτου. Η θεραπεία με μπεμπεδοϊκό οξύ οδήγησε σε ελάττωση της LDL-χολ κατά 21,1% και της hsCRP κατά 21,6%. Βρέθηκε ότι η αρχική τιμή της hsCRP σχετιζόταν στατιστικά με το πρωταρχικό τελικό σημείο ισχυρότερα συγκριτικά με την αρχική τιμή της LDL-χολ και ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος ήταν υψηλός όταν υπήρχαν αυξημένα επίπεδα hsCRP ανεξάρτητα από τα επίπεδα της LDL-χολ. Η χορήγηση του μπεμπεδοϊκού οξέος οδήγησε σε μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε όλα τα επίπεδα LDL-χολ και hsCRP. (Ridker PM, Lei L, Louie MJ, et al.

Circulation.2024;149:28-35) 2023;387:117305)

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της ΕΕΛΙΑ:  www.eelia.gr

Τελευταία Νέα



ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τηλέφωνο: +30 26510 25324 | Φαξ: +30 26510 32907 | Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Γ. Παπανδρέου 2 Κτίριο Β, ΤΚ 45 444, Ιωάννινα
Ώρες Λειτουργίας Δευ-Παρ: 09:00-15:00 (Τετ: 18.00-20.00)
Για θεώρηση γνησίου υπογραφής, ΑΥΣΤΗΡΑ, καθημερινα 10:00-12:00
Ώρες Λειτουργίας για Ιατρούς: Καθημερινά 10:00-14:00 κατόπιν ραντεβού


Copyright © 2022 Ιατρικός Σύλλογος Ιωαννίνων (ΙΣΙ). Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Powered by NICMEDIA

Back to Top